ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ. Από αυτούς που ξεριζώνονται από τον τόπο τους, οικογένεια και φίλους λόγω πολέμων, διώξεων και πείνας. Που είτε πουλάνε τα υπάρχοντά τους στη χώρα τους, είτε χρεώνονται σε τοκογλύφους για να βρουν τις τρεις ή τέσσερις χιλιάδες δολάρια που απαιτούν οι δουλέμποροι για τη μεταφορά τους στη νέα «πατρίδα». Που πνίγονται στο Αιγαίο. Ή από τους υπόλοιπους, τους «τυχερούς», που γλίτωσαν, βλέποντας φίλους και συγγενείς να πεθαίνουν. Που ανατινάσσονται από νάρκες στον Έβρο για να ταφούν ξεχασμένοι στους ομαδικούς τάφους κοντά στα σύνορα. Που βλέπουν τα παιδιά τους να μεγαλώνουν από φωτογραφίες. Που είναι πάντα οι τελευταίοι σε κάθε ουρά. Που μπούχτισαν από βλέμματα μίσους και οίκτου. Από αυτούς που παρ’ όλα αυτά στέκονται στα πόδια τους και συνεχίζουν να παλεύουν γιατί θέλουν να ζήσουν.
ΕΡΓΑΤΕΣ. Από αυτούς που δουλεύουν για ψίχουλα χωρίς ωράριο και ασφάλιση, για να στείλουν χρήματα στους δικούς τους. Που έκαναν πλούσια τα αφεντικά στις οικοδομές και τα ολυμπιακά έργα κάνοντας κάποιους Έλληνες εθνικά περήφανους. Που δουλεύουν δωδεκάωρα στα χωράφια για να τα «καίνε» οι νεο-τσιφλικάδες στα μπουζούκια. Που, όταν φτάσει η ώρα της πληρωμής τους, καταγγέλλονται από τα αφεντικά τους ως παράνομοι για να αντικατασταθούν από τη νέα «φουρνιά». Που, όταν απαιτούν τα δεδουλευμένα τους, αμείβονται με σφαίρες στην κάθε Μανωλάδα. Που ανέβαζαν τους ρυθμούς ανάπτυξης και ανταγωνιστικότητας της χώρας, ενώ οι ίδιοι έπεφταν σαν τα τσαμπιά στα γιαπιά πολλαπλασιάζοντας τα άγνωστα θανατηφόρα εργατικά ατυχήματα. Που κλειδώνονται σε δωμάτια ξενοδοχείων για να γαμάνε οι πορνοπελάτες και αυτοκτονούν πηδώντας από μπαλκόνια. Που ξυπνάνε 2:30 το πρωί για να πάνε από το Περιστέρι στα Πετράλωνα όπου εργάζονται, για να ξεψυχήσουν μαχαιρωμένοι από φασίστες στη διαδρομή. Που δημιουργούν με τα χέρια τους πλούτο, ενώ οι ίδιοι στερούνται τα βασικά και ταυτόχρονα κατηγορούνται για τη φτώχεια των ντόπιων. Που επιλέγουν να μείνουν εργάτες αρνούμενοι την «εύκολη» λύση στην οποία τους ωθεί το σύστημα, αυτή της μαφίας ή της εκμετάλλευσης άλλων μεταναστών. Από αυτούς που παρ’όλα αυτά μας δείχνουν το δρόμο, σηκώνουν το κεφάλι, απεργούν και αγωνίζονται στην κάθε Μηχανιώνα.
«ΠΑΡΑΝΟΜΟΙ». Από αυτούς που αμπαρώνονται στο σπίτι φοβούμενοι την αστυνομία και τις «επισκέψεις» από φασίστες. Που η μόνη φιλοξενία που γνώρισαν στην Ελλάδα ήταν αυτή του «Ξένιου Δία» , των πογκρόμ και του ξύλου. Που μην έχοντας νόμιμα έγγραφα, όταν μεταφέρονται στο νοσοκομείο, αντί για τις πρώτες βοήθειες τους περιμένουν χειροπέδες. Που στοιβάζονται σε βρωμερά κελιά σαν τις σαρδέλες και όταν αρρωσταίνουν βαριά λαμβάνουν ως θεραπεία ντεπόν ή σαμπουάν από κάποιο σαδιστή μπάτσο. Που κλείνονται για μήνες στην κάθε Αμυγδαλέζα παρέα με αρουραίους και δηλητηριάζονται σιτιζόμενοι με χαλασμένα κρουασάν. Που βασανίζονται και βιάζονται κατά συρροή από ένστολους «προστάτες» της δημόσιας τάξης και της νομιμότητας. Που πηδάνε από τον 3ο κάποιου Α.Τ για να μην απελαθούν. Που τους «αυτοκτονούνε» γιατί ξέρουν ότι θα πεθάνουν αθόρυβα, ότι κανείς δε θα τους αναζητήσει. Από αυτούς που παρ’όλα αυτά κάνουν απεργία πείνας ρισκάροντας την ίδια τους τη ζωή, διεκδικώντας αξιοπρέπεια, δικαιώματα και δουλειά.
Είναι από αυτούς που στην «καλύτερη» δικαιούνται να θυματοποιούνται αλλά απαγορεύεται να διαμαρτύρονται και να διεκδικούν. Να ζητιανεύουν αλλά όχι να απαιτούν. Να υπομένουν και να δέχονται οίκτο αλλά όχι να εξεγείρονται.
Αυτή τη στιγμή στα αστυνομικά τμήματα και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης βρίσκονται στοιβαγμένοι χιλιάδες μετανάστες εργάτες. Το μόνο «αδίκημα» της πλειοψηφίας αυτών είναι ότι στερούνται νομίμων εγγράφων. Αυτό αρκεί. Από άνθρωποι μετατρέπονται σε φάκελους και αριθμούς. Από φίλοι, συνάδελφοι και γείτονες χαρακτηρίζονται εγκληματίες και δημόσιος κίνδυνος. Από εργάτες που προσπαθούν να επιβιώσουν μέσα στα προβλήματα ανάγονται οι ίδιοι ως υπάρξεις σε πρόβλημα. Όπως και εμείς αγαπάνε, μισούν και ονειρεύονται. Και κυρίως θέλουν να ζήσουν. Ελεύθεροι. Και όχι να σαπίζουν για ένα χρόνο στο κελί ενός Α.Τ ή σε κάποιο στρατόπεδο συγκέντρωσης, επειδή το κράτος της χώρας τους τους οδήγησε στη μετανάστευση και το ελληνικό τους χαρακτηρίζει «λαθραίους» και εγκληματίες. Λες και οι άνθρωποι είναι εμπορεύματα που εισήλθαν στη χώρα χωρίς να εκτελωνιστούν. «Λαθραίοι» για να δουλεύουν για ένα κομμάτι ψωμί, απλήρωτοι, χωρίς ωράριο και ασφάλιση. Μέσα στο φόβο της παρανομίας, «αόρατοι», για να μην έχουν δικαίωμα να διαμαρτύρονται και να διεκδικούν. Για να δημιουργούν κέρδη σε περιόδους ανάπτυξης και να πετιούνται από το παράθυρο σαν πλεονάζον εργατικό δυναμικό στην καπιταλιστική κρίση. Η ζωή τους είναι εικόνα από το κοντινό μας μέλλον. Το μέλλον όλης της εργατικής τάξης. Οι μετανάστες εργάτες δεν είναι εθνικοί εχθροί. Είναι ταξικοί σύμμαχοι. Η βελτίωση των ζωών μας δε θα έρθει από τον κανιβαλισμό των φτωχών αλλά από τον κοινό μας αγώνα ενάντια στους εκμεταλλευτές μας, κράτος και αφεντικά.
ΟΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ ΕΙΝΑΙ ΤΗΣ ΓΗΣ ΟΙ ΚΟΛΑΣΜΕΝΟΙ, ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΩΝ ΑΦΕΝΤΙΚΩΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΛΟΙ ΞΕΝΟΙ. ΚΑΜΙΑ ΔΙΩΞΗ – ΑΜΕΣΗ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ ΧΩΡΙΣ «ΧΑΡΤΙΑ».
ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΟΙ/ΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ ΣΤΟΥΣ ΔΙΩΚΟΜΕΝΟΥΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ
Leave a Reply